Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαρακοποιέομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτηριάζω
χαρακτηρίζω
χαρακτηρισμός
χαρακτηριστέον
χαρακτηριστικός
χαράκτης
χαρακτός
χαράκωμα
χαρακών
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χάραξις
χαράσσω
Χάρης
Χαρίδημος
χαριδώτης
View word page
χαρακτός
notched, toothed
ShortDef
notched, toothed
Debugging
Headword:
χαρακτός
Headword (normalized):
χαρακτός
Headword (normalized/stripped):
χαρακτος
IDX:
96049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96050
Key:
Data
{'content': 'notched, toothed'}