Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαραδρώδης
χαρακίας
χαρακίδες
χαρακίζω
χαράκιον
χαρακισμός
χαρακίτης
χαρακμή
χαρακοβολία
χαρακολογέω
χαρακοποιέομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτηριάζω
χαρακτηρίζω
χαρακτηρισμός
χαρακτηριστέον
χαρακτηριστικός
χαράκτης
χαρακτός
View word page
χαρακοποιέομαι
form a palisade, fortify a camp

ShortDef

form a palisade, fortify a camp

Debugging

Headword:
χαρακοποιέομαι
Headword (normalized):
χαρακοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
χαρακοποιεομαι
IDX:
96039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96040
Key:

Data

{'content': 'form a palisade, fortify a camp'}