Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνώλεθρος
ἀνωλόφυκτος
ἀνωμαλέω
ἀνωμαλία
ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
ἀνώροφος
View word page
ἄνωμος
without shoulder

ShortDef

without shoulder

Debugging

Headword:
ἄνωμος
Headword (normalized):
ἄνωμος
Headword (normalized/stripped):
ανωμος
IDX:
9602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9603
Key:

Data

{'content': 'without shoulder'}