Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χάνος
χανύω
Χάονες
χάος
χαόω
χαρά
χαράγγελος
χάραγμα
χαραγμή
χαραγμός
χαράδρα
Χαράδρα
χαραδραῖος
χαραδρεών
χαράδρη
χαραδρήεις
χαραδριός
χαραδρόομαι
χάραδρος
χαραδρώδης
χαρακίας
View word page
χαράδρα
a mountain stream, a torrent, which cuts itself

ShortDef

a mountain stream, a torrent, which cuts itself
Charadra, town in Phocis

Debugging

Headword:
χαράδρα
Headword (normalized):
χαράδρα
Headword (normalized/stripped):
χαραδρα
IDX:
96020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96021
Key:

Data

{'content': 'a mountain stream, a torrent, which cuts itself'}