Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνώϊστος2
ἀνώλεθρος
ἀνωλόφυκτος
ἀνωμαλέω
ἀνωμαλία
ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρία
View word page
ἀνωμολόγητος
inconsistent

ShortDef

inconsistent

Debugging

Headword:
ἀνωμολόγητος
Headword (normalized):
ἀνωμολόγητος
Headword (normalized/stripped):
ανωμολογητος
IDX:
9601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9602
Key:

Data

{'content': 'inconsistent'}