Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνώϊστος
ἀνώϊστος2
ἀνώλεθρος
ἀνωλόφυκτος
ἀνωμαλέω
ἀνωμαλία
ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
View word page
ἀνωμολογημένως
admittedly
ShortDef
admittedly
Debugging
Headword:
ἀνωμολογημένως
Headword (normalized):
ἀνωμολογημένως
Headword (normalized/stripped):
ανωμολογημενως
IDX:
9600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9601
Key:
Data
{'content': 'admittedly'}