Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χάμευνος
χαμηλός
χαμῖτις
χαμνός
χαμοσόριον
χαμουλκός
χάμψα
χάν
Χαναάν
Χαναναῖος
χανδάνω
χανδόν
χανδοπότης
χανδός
χάννα
χάνος
χανύω
Χάονες
χάος
χαόω
χαρά
View word page
χανδάνω
to take in, hold, comprise, contain
ShortDef
to take in, hold, comprise, contain
Debugging
Headword:
χανδάνω
Headword (normalized):
χανδάνω
Headword (normalized/stripped):
χανδανω
IDX:
96005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96006
Key:
Data
{'content': 'to take in, hold, comprise, contain'}