Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
View word page
ἀβληχρός
weak, feeble
ShortDef
weak, feeble
Debugging
Headword:
ἀβληχρός
Headword (normalized):
ἀβληχρός
Headword (normalized/stripped):
αβληχρος
IDX:
95
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96
Key:
Data
{'content': 'weak, feeble'}