Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
χαμαίτυπος
χαμελαία
χαμελαΐτης
χαμερπής
χάμευνα
χαμευνάς
χαμευνέω
χαμεύνη
χαμεύνης
χαμευνία
χαμεύνιον
χάμευνος
χαμηλός
χαμῖτις
χαμνός
χαμοσόριον
χαμουλκός
χάμψα
χάν
View word page
χαμεύνης
one who sleeps on the ground
ShortDef
one who sleeps on the ground
Debugging
Headword:
χαμεύνης
Headword (normalized):
χαμεύνης
Headword (normalized/stripped):
χαμευνης
IDX:
95992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95993
Key:
Data
{'content': 'one who sleeps on the ground'}