Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαμαιτυπέω
χαμαιτύπη
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
χαμαίτυπος
χαμελαία
χαμελαΐτης
χαμερπής
χάμευνα
χαμευνάς
χαμευνέω
χαμεύνη
χαμεύνης
χαμευνία
χαμεύνιον
χάμευνος
χαμηλός
χαμῖτις
χαμνός
χαμοσόριον
χαμουλκός
View word page
χαμευνέω
lie on the ground

ShortDef

lie on the ground

Debugging

Headword:
χαμευνέω
Headword (normalized):
χαμευνέω
Headword (normalized/stripped):
χαμευνεω
IDX:
95990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95991
Key:

Data

{'content': 'lie on the ground'}