Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνωθέω
ἀνωϊστί
ἀνώϊστος
ἀνώϊστος2
ἀνώλεθρος
ἀνωλόφυκτος
ἀνωμαλέω
ἀνωμαλία
ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
ἀνωμοτί
ἀνώμοτος
ἀνωνόμαστος
ἀνωνυμεί
ἀνωνυμία
ἀνώνυμος
View word page
ἀνώμαλος
uneven, irregular
ShortDef
uneven, irregular
Debugging
Headword:
ἀνώμαλος
Headword (normalized):
ἀνώμαλος
Headword (normalized/stripped):
ανωμαλος
IDX:
9598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9599
Key:
Data
{'content': 'uneven, irregular'}