Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαμαιρεπής
χαμαιριφής
χαμαίρωψ
χαμαιστρωσία
χαμαίστρωτος
χαμαισύκη
χαμαισχιδής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτυπέω
χαμαιτύπη
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
χαμαίτυπος
χαμελαία
χαμελαΐτης
χαμερπής
χάμευνα
χαμευνάς
χαμευνέω
χαμεύνη
χαμεύνης
View word page
χαμαιτυπής
vulgar
ShortDef
vulgar
Debugging
Headword:
χαμαιτυπής
Headword (normalized):
χαμαιτυπής
Headword (normalized/stripped):
χαμαιτυπης
IDX:
95982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95983
Key:
Data
{'content': 'vulgar'}