Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαμαίπους
χαμαιρεπής
χαμαιριφής
χαμαίρωψ
χαμαιστρωσία
χαμαίστρωτος
χαμαισύκη
χαμαισχιδής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτυπέω
χαμαιτύπη
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
χαμαίτυπος
χαμελαία
χαμελαΐτης
χαμερπής
χάμευνα
χαμευνάς
χαμευνέω
χαμεύνη
View word page
χαμαιτύπη
a harlot

ShortDef

a harlot

Debugging

Headword:
χαμαιτύπη
Headword (normalized):
χαμαιτύπη
Headword (normalized/stripped):
χαμαιτυπη
IDX:
95981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95982
Key:

Data

{'content': 'a harlot'}