Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαμαιπλάτανος
χαμαίπους
χαμαιρεπής
χαμαιριφής
χαμαίρωψ
χαμαιστρωσία
χαμαίστρωτος
χαμαισύκη
χαμαισχιδής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτυπέω
χαμαιτύπη
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
χαμαίτυπος
χαμελαία
χαμελαΐτης
χαμερπής
χάμευνα
χαμευνάς
χαμευνέω
View word page
χαμαιτυπέω
to be a prostitute

ShortDef

to be a prostitute

Debugging

Headword:
χαμαιτυπέω
Headword (normalized):
χαμαιτυπέω
Headword (normalized/stripped):
χαμαιτυπεω
IDX:
95980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95981
Key:

Data

{'content': 'to be a prostitute'}