Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαμαιπετέω
χαμαιπετής
χαμαιπεύκη
χαμαίπιτυς
χαμαιπλάτανος
χαμαίπους
χαμαιρεπής
χαμαιριφής
χαμαίρωψ
χαμαιστρωσία
χαμαίστρωτος
χαμαισύκη
χαμαισχιδής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτυπέω
χαμαιτύπη
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
χαμαίτυπος
χαμελαία
χαμελαΐτης
View word page
χαμαίστρωτος
strewed
ShortDef
strewed
Debugging
Headword:
χαμαίστρωτος
Headword (normalized):
χαμαίστρωτος
Headword (normalized/stripped):
χαμαιστρωτος
IDX:
95976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95977
Key:
Data
{'content': 'strewed'}