Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαμαιμήλινος
χαμαίμηλον
χαμαιπέτεια
χαμαιπετέω
χαμαιπετής
χαμαιπεύκη
χαμαίπιτυς
χαμαιπλάτανος
χαμαίπους
χαμαιρεπής
χαμαιριφής
χαμαίρωψ
χαμαιστρωσία
χαμαίστρωτος
χαμαισύκη
χαμαισχιδής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτυπέω
χαμαιτύπη
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
View word page
χαμαιριφής
thrown to the ground, mined
ShortDef
thrown to the ground, mined
Debugging
Headword:
χαμαιριφής
Headword (normalized):
χαμαιριφής
Headword (normalized/stripped):
χαμαιριφης
IDX:
95973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95974
Key:
Data
{'content': 'thrown to the ground, mined'}