Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαμαικοίτης
χαμαικοιτία
χαμαικοίτιον
χαμαικυπάρισσος
χαμαιλέων
χαμαιμηλᾶτον
χαμαιμηλέλαιον
χαμαιμήλινος
χαμαίμηλον
χαμαιπέτεια
χαμαιπετέω
χαμαιπετής
χαμαιπεύκη
χαμαίπιτυς
χαμαιπλάτανος
χαμαίπους
χαμαιρεπής
χαμαιριφής
χαμαίρωψ
χαμαιστρωσία
χαμαίστρωτος
View word page
χαμαιπετέω
fall to the ground

ShortDef

fall to the ground

Debugging

Headword:
χαμαιπετέω
Headword (normalized):
χαμαιπετέω
Headword (normalized/stripped):
χαμαιπετεω
IDX:
95966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95967
Key:

Data

{'content': 'fall to the ground'}