Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαμᾶθεν
χαμαί
χαμαιάκτη
χαμαίβατος
χαμαιγενής
χαμαιδάφνη
χαμαιδιδάσκαλος
χαμαιδικαστής
χαμαιδρυΐτης
χαμαίδρυς
χαμαιεύνης
χαμαιευνής
χαμαιεύρετος
χαμαίζηλος
χαμαίκαυλος
χαμαικέρασος
χαμαίκισσος
χαμαικλινής
χαμαικοιτέω
χαμαικοίτης
χαμαικοιτία
View word page
χαμαιεύνης
lying, sleeping on the ground

ShortDef

lying, sleeping on the ground

Debugging

Headword:
χαμαιεύνης
Headword (normalized):
χαμαιεύνης
Headword (normalized/stripped):
χαμαιευνης
IDX:
95947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95948
Key:

Data

{'content': 'lying, sleeping on the ground'}