Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκωρυχεῖον
χαλκωρυχέω
χαλκωρύχος
χαλμαίας
Χαλυβδικός
Χάλυβος
χάλυψ
Χάλυψ
χαμάδις
χαμαδύτης
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
χαμαιάκτη
χαμαίβατος
χαμαιγενής
χαμαιδάφνη
χαμαιδιδάσκαλος
χαμαιδικαστής
χαμαιδρυΐτης
χαμαίδρυς
View word page
χαμᾶζε
to the ground, on the ground

ShortDef

to the ground, on the ground

Debugging

Headword:
χαμᾶζε
Headword (normalized):
χαμᾶζε
Headword (normalized/stripped):
χαμαζε
IDX:
95936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95937
Key:

Data

{'content': 'to the ground, on the ground'}