Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλκώνητος
χαλκῶνυξ
χαλκωρυχεῖον
χαλκωρυχέω
χαλκωρύχος
χαλμαίας
Χαλυβδικός
Χάλυβος
χάλυψ
Χάλυψ
χαμάδις
χαμαδύτης
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
χαμαιάκτη
χαμαίβατος
χαμαιγενής
χαμαιδάφνη
χαμαιδιδάσκαλος
χαμαιδικαστής
View word page
χαμάδις
to the ground, on the ground
ShortDef
to the ground, on the ground
Debugging
Headword:
χαμάδις
Headword (normalized):
χαμάδις
Headword (normalized/stripped):
χαμαδις
IDX:
95934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95935
Key:
Data
{'content': 'to the ground, on the ground'}