Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκωματουργός
Χάλκων
χαλκώνητος
χαλκῶνυξ
χαλκωρυχεῖον
χαλκωρυχέω
χαλκωρύχος
χαλμαίας
Χαλυβδικός
Χάλυβος
χάλυψ
Χάλυψ
χαμάδις
χαμαδύτης
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
χαμαιάκτη
χαμαίβατος
χαμαιγενής
χαμαιδάφνη
View word page
χάλυψ
hardened iron, steel

ShortDef

hardened iron, steel
one of the nation of the Chalybes

Debugging

Headword:
χάλυψ
Headword (normalized):
χάλυψ
Headword (normalized/stripped):
χαλυψ
IDX:
95932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95933
Key:

Data

{'content': 'hardened iron, steel'}