Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνωγή
ἀνωδίνω
ἄνῳδος
ἀνωδυνία
ἀνώδυνος
ἄνωθεν
ἀνωθέω
ἀνωϊστί
ἀνώϊστος
ἀνώϊστος2
ἀνώλεθρος
ἀνωλόφυκτος
ἀνωμαλέω
ἀνωμαλία
ἀνωμαλίζω
ἀνωμαλοκράς
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνωμολογημένως
ἀνωμολόγητος
ἄνωμος
View word page
ἀνώλεθρος
indestructible
ShortDef
indestructible
Debugging
Headword:
ἀνώλεθρος
Headword (normalized):
ἀνώλεθρος
Headword (normalized/stripped):
ανωλεθρος
IDX:
9592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9593
Key:
Data
{'content': 'indestructible'}