Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλκώδης
Χαλκωδοντιάδης
χαλκώδων
χάλκωμα
χαλκωματουργός
Χάλκων
χαλκώνητος
χαλκῶνυξ
χαλκωρυχεῖον
χαλκωρυχέω
χαλκωρύχος
χαλμαίας
Χαλυβδικός
Χάλυβος
χάλυψ
Χάλυψ
χαμάδις
χαμαδύτης
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
View word page
χαλκωρύχος
digging copper, copper miner
ShortDef
digging copper, copper miner
Debugging
Headword:
χαλκωρύχος
Headword (normalized):
χαλκωρύχος
Headword (normalized/stripped):
χαλκωρυχος
IDX:
95928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95929
Key:
Data
{'content': 'digging copper, copper miner'}