Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκύδριον
χαλκώδης
Χαλκωδοντιάδης
χαλκώδων
χάλκωμα
χαλκωματουργός
Χάλκων
χαλκώνητος
χαλκῶνυξ
χαλκωρυχεῖον
χαλκωρυχέω
χαλκωρύχος
χαλμαίας
Χαλυβδικός
Χάλυβος
χάλυψ
Χάλυψ
χαμάδις
χαμαδύτης
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
View word page
χαλκωρυχέω
dig

ShortDef

dig

Debugging

Headword:
χαλκωρυχέω
Headword (normalized):
χαλκωρυχέω
Headword (normalized/stripped):
χαλκωρυχεω
IDX:
95927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95928
Key:

Data

{'content': 'dig'}