Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοφανής
χαλκοφόρος
χαλκόφωνος
χαλκοχάρμας
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχρους
χαλκόχυτος
χαλκόω
χαλκύδριον
χαλκώδης
Χαλκωδοντιάδης
χαλκώδων
χάλκωμα
χαλκωματουργός
Χάλκων
χαλκώνητος
χαλκῶνυξ
χαλκωρυχεῖον
View word page
χαλκόω
to make in bronze

ShortDef

to make in bronze

Debugging

Headword:
χαλκόω
Headword (normalized):
χαλκόω
Headword (normalized/stripped):
χαλκοω
IDX:
95916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95917
Key:

Data

{'content': 'to make in bronze'}