Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκούργημα
χαλκουργία
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοφανής
χαλκοφόρος
χαλκόφωνος
χαλκοχάρμας
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχρους
χαλκόχυτος
χαλκόω
χαλκύδριον
χαλκώδης
Χαλκωδοντιάδης
χαλκώδων
χάλκωμα
χαλκωματουργός
View word page
χαλκοχάρμης
fighting in brass

ShortDef

fighting in brass

Debugging

Headword:
χαλκοχάρμης
Headword (normalized):
χαλκοχάρμης
Headword (normalized/stripped):
χαλκοχαρμης
IDX:
95912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95913
Key:

Data

{'content': 'fighting in brass'}