Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκότυπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργέω
χαλκούργημα
χαλκουργία
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοφανής
χαλκοφόρος
χαλκόφωνος
χαλκοχάρμας
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχρους
χαλκόχυτος
χαλκόω
χαλκύδριον
χαλκώδης
Χαλκωδοντιάδης
View word page
χαλκοφόρος
producing copper, rich in copper

ShortDef

producing copper, rich in copper

Debugging

Headword:
χαλκοφόρος
Headword (normalized):
χαλκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοφορος
IDX:
95909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95910
Key:

Data

{'content': 'producing copper, rich in copper'}