Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλκοτήγανον
χαλκότονον
χαλκότοξος
χαλκοτόρευτος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτυπεῖον
χαλκοτυπέω
χαλκοτυπία
χαλκοτυπική
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργέω
χαλκούργημα
χαλκουργία
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοφανής
View word page
χαλκοτύπος
a worker in copper, coppersmith
ShortDef
a worker in copper, coppersmith
Debugging
Headword:
χαλκοτύπος
Headword (normalized):
χαλκοτύπος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοτυπος
IDX:
95898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95899
Key:
Data
{'content': 'a worker in copper, coppersmith'}