Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκοσκελής
χαλκοσμάραγδος
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκοτήγανον
χαλκότονον
χαλκότοξος
χαλκοτόρευτος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτυπεῖον
χαλκοτυπέω
χαλκοτυπία
χαλκοτυπική
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργέω
χαλκούργημα
View word page
χαλκοτορέω
to work

ShortDef

to work

Debugging

Headword:
χαλκοτορέω
Headword (normalized):
χαλκοτορέω
Headword (normalized/stripped):
χαλκοτορεω
IDX:
95892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95893
Key:

Data

{'content': 'to work'}