Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλκοκόλλητος
χαλκοκορυστάς
χαλκοκορυστής
χαλκόκρατος
χαλκοκροδυσταί
χαλκόκροτος
χαλκοκώδων
χαλκολίβανον
χαλκολίβανος
χαλκόλιθος
χαλκολογέω
χαλκολόγος
χαλκόλοφος
χαλκομίτρας
χαλκομόλυβδος
χαλκόμυια
χαλκομωτής
χαλκόνωτος
χαλκοπαγής
χαλκοπάρᾳος
χαλκοπάρῃος
View word page
χαλκολογέω
collect
ShortDef
collect
Debugging
Headword:
χαλκολογέω
Headword (normalized):
χαλκολογέω
Headword (normalized/stripped):
χαλκολογεω
IDX:
95856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95857
Key:
Data
{'content': 'collect'}