Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλκόθροος
χαλκοκέραυνος
χαλκοκνήμις
χαλκοκολλητής
χαλκοκόλλητος
χαλκοκορυστάς
χαλκοκορυστής
χαλκόκρατος
χαλκοκροδυσταί
χαλκόκροτος
χαλκοκώδων
χαλκολίβανον
χαλκολίβανος
χαλκόλιθος
χαλκολογέω
χαλκολόγος
χαλκόλοφος
χαλκομίτρας
χαλκομόλυβδος
χαλκόμυια
χαλκομωτής
View word page
χαλκοκώδων
brazen-mouthed
ShortDef
brazen-mouthed
Debugging
Headword:
χαλκοκώδων
Headword (normalized):
χαλκοκώδων
Headword (normalized/stripped):
χαλκοκωδων
IDX:
95852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95853
Key:
Data
{'content': 'brazen-mouthed'}