Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκόδετος
χαλκοειδής
χαλκόζωνος
χαλκόθερμον
χαλκοθέσιον
χαλκοθήκη
χαλκόθροος
χαλκοκέραυνος
χαλκοκνήμις
χαλκοκολλητής
χαλκοκόλλητος
χαλκοκορυστάς
χαλκοκορυστής
χαλκόκρατος
χαλκοκροδυσταί
χαλκόκροτος
χαλκοκώδων
χαλκολίβανον
χαλκολίβανος
χαλκόλιθος
χαλκολογέω
View word page
χαλκοκόλλητος
welded

ShortDef

welded

Debugging

Headword:
χαλκοκόλλητος
Headword (normalized):
χαλκοκόλλητος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοκολλητος
IDX:
95846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95847
Key:

Data

{'content': 'welded'}