Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χαλκιδεύς
χαλκιδίζω
Χαλκιδικός
χαλκιδῖτις
χαλκιεία
χαλκίζω
χαλκικός
χαλκίναος
χαλκίνδα
χάλκινος
χαλκίοικος
χαλκίον
χαλκιοφύλαξ
χαλκίς
Χαλκίς
χαλκισμός
χαλκῖτις
χαλκοάρας
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκοβόας
View word page
χαλκίοικος
dwelling in a brasen house

ShortDef

dwelling in a brasen house

Debugging

Headword:
χαλκίοικος
Headword (normalized):
χαλκίοικος
Headword (normalized/stripped):
χαλκιοικος
IDX:
95820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95821
Key:

Data

{'content': 'dwelling in a brasen house'}