Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκεών
χαλκῆ
χαλκηδών
χαλκήϊος
χαλκήλατος
χαλκήρης
χαλκιαῖος
χαλκιδεύομαι
Χαλκιδεύς
χαλκιδίζω
Χαλκιδικός
χαλκιδῖτις
χαλκιεία
χαλκίζω
χαλκικός
χαλκίναος
χαλκίνδα
χάλκινος
View word page
χαλκιδεύομαι
to be parsimonious

ShortDef

to be parsimonious

Debugging

Headword:
χαλκιδεύομαι
Headword (normalized):
χαλκιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
χαλκιδευομαι
IDX:
95809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95810
Key:

Data

{'content': 'to be parsimonious'}