Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκεών
χαλκῆ
χαλκηδών
χαλκήϊος
χαλκήλατος
χαλκήρης
χαλκιαῖος
χαλκιδεύομαι
Χαλκιδεύς
χαλκιδίζω
Χαλκιδικός
χαλκιδῖτις
χαλκιεία
χαλκίζω
χαλκικός
χαλκίναος
χαλκίνδα
View word page
χαλκιαῖος
costing one
ShortDef
costing one
Debugging
Headword:
χαλκιαῖος
Headword (normalized):
χαλκιαῖος
Headword (normalized/stripped):
χαλκιαιος
IDX:
95808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95809
Key:
Data
{'content': 'costing one'}