Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκεών
χαλκῆ
χαλκηδών
χαλκήϊος
χαλκήλατος
χαλκήρης
χαλκιαῖος
χαλκιδεύομαι
Χαλκιδεύς
χαλκιδίζω
Χαλκιδικός
χαλκιδῖτις
χαλκιεία
χαλκίζω
χαλκικός
χαλκίναος
View word page
χαλκήρης
fitted with brass, tipped with brass

ShortDef

fitted with brass, tipped with brass

Debugging

Headword:
χαλκήρης
Headword (normalized):
χαλκήρης
Headword (normalized/stripped):
χαλκηρης
IDX:
95807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95808
Key:

Data

{'content': 'fitted with brass, tipped with brass'}