Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκεών
χαλκῆ
χαλκηδών
χαλκήϊος
χαλκήλατος
χαλκήρης
χαλκιαῖος
χαλκιδεύομαι
Χαλκιδεύς
χαλκιδίζω
Χαλκιδικός
χαλκιδῖτις
χαλκιεία
χαλκίζω
χαλκικός
View word page
χαλκήλατος
of beaten brass
ShortDef
of beaten brass
Debugging
Headword:
χαλκήλατος
Headword (normalized):
χαλκήλατος
Headword (normalized/stripped):
χαλκηλατος
IDX:
95806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95807
Key:
Data
{'content': 'of beaten brass'}