Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλκεοτέχνης
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκεών
χαλκῆ
χαλκηδών
χαλκήϊος
χαλκήλατος
χαλκήρης
χαλκιαῖος
χαλκιδεύομαι
Χαλκιδεύς
χαλκιδίζω
Χαλκιδικός
χαλκιδῖτις
χαλκιεία
View word page
χαλκηδών
chalcedony
ShortDef
chalcedony
Debugging
Headword:
χαλκηδών
Headword (normalized):
χαλκηδών
Headword (normalized/stripped):
χαλκηδων
IDX:
95804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95805
Key:
Data
{'content': 'chalcedony'}