Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκεόκρανος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόνωτος
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεοτέχνης
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκεών
χαλκῆ
χαλκηδών
χαλκήϊος
χαλκήλατος
View word page
χάλκευμα
anything made of brass

ShortDef

anything made of brass

Debugging

Headword:
χάλκευμα
Headword (normalized):
χάλκευμα
Headword (normalized/stripped):
χαλκευμα
IDX:
95796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95797
Key:

Data

{'content': 'anything made of brass'}