Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρανος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόνωτος
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεοτέχνης
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
χαλκέων
χαλκεών
χαλκῆ
χαλκηδών
View word page
χαλκεοτέχνης
worker in metal, smith

ShortDef

worker in metal, smith

Debugging

Headword:
χαλκεοτέχνης
Headword (normalized):
χαλκεοτέχνης
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοτεχνης
IDX:
95794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95795
Key:

Data

{'content': 'worker in metal, smith'}