Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκεντής
χαλκέντονον
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώραξ
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρανος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόνωτος
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεοτέχνης
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκευτός
χαλκεύω
View word page
χαλκεόπεζος
brass-footed

ShortDef

brass-footed

Debugging

Headword:
χαλκεόπεζος
Headword (normalized):
χαλκεόπεζος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοπεζος
IDX:
95790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95791
Key:

Data

{'content': 'brass-footed'}