Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλκένδυτος
χαλκέντερος
χαλκεντής
χαλκέντονον
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώραξ
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρανος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκεόνωτος
χαλκεόπεζος
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεοτευχής
χαλκεοτέχνης
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
View word page
χαλκεομήστωρ
skilled in arms

ShortDef

skilled in arms

Debugging

Headword:
χαλκεομήστωρ
Headword (normalized):
χαλκεομήστωρ
Headword (normalized/stripped):
χαλκεομηστωρ
IDX:
95788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95789
Key:

Data

{'content': 'skilled in arms'}