Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκανθίζω
χάλκανθον
χαλκάνθρωπος
χαλκανθώδης
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέμβολος
χαλκένδυτος
χαλκέντερος
χαλκεντής
χαλκέντονον
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώραξ
χαλκεοθώρηξ
View word page
χαλκεία
smith's work
ShortDef
smith's work
Debugging
Headword:
χαλκεία
Headword (normalized):
χαλκεία
Headword (normalized/stripped):
χαλκεια
IDX:
95774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95775
Key:
Data
{'content': "smith's work"}