Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλιναγωγία
χαλιναγωγός
χαλινάριον
χαλινῖτις
χαλινοποιική
χαλινοποιός
χαλινός
χαλινουργός
χαλινοφάγος
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκανθίζω
χάλκανθον
χαλκάνθρωπος
χαλκανθώδης
View word page
χαλίνωσις
a bridling

ShortDef

a bridling

Debugging

Headword:
χαλίνωσις
Headword (normalized):
χαλίνωσις
Headword (normalized/stripped):
χαλινωσις
IDX:
95760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95761
Key:

Data

{'content': 'a bridling'}