Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλιναγωγέω
χαλιναγωγία
χαλιναγωγός
χαλινάριον
χαλινῖτις
χαλινοποιική
χαλινοποιός
χαλινός
χαλινουργός
χαλινοφάγος
χαλινόω
χαλίνωσις
χαλινωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκανθίζω
χάλκανθον
χαλκάνθρωπος
View word page
χαλινόω
to bridle
ShortDef
to bridle
Debugging
Headword:
χαλινόω
Headword (normalized):
χαλινόω
Headword (normalized/stripped):
χαλινοω
IDX:
95759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95760
Key:
Data
{'content': 'to bridle'}