Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνυσμα
ἀνύστακτος
ἀνυστέον
ἀνυστικός
ἀνυστός
ἀνυτής
ἀνυτικός
Ἄνυτος
ἀνυφαίνω
ἀνυφάντης
ἀνύφαντος
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
ἄνω2
ἄνωγα
ἀνώγαιον
ἀνωγή
ἀνωδίνω
ἄνῳδος
ἀνωδυνία
View word page
ἀνύφαντος
not woven

ShortDef

not woven

Debugging

Headword:
ἀνύφαντος
Headword (normalized):
ἀνύφαντος
Headword (normalized/stripped):
ανυφαντος
IDX:
9575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9576
Key:

Data

{'content': 'not woven'}