Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνύπτιος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἄνυσμα
ἀνύστακτος
ἀνυστέον
ἀνυστικός
ἀνυστός
ἀνυτής
ἀνυτικός
Ἄνυτος
ἀνυφαίνω
ἀνυφάντης
ἀνύφαντος
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
ἄνω2
ἄνωγα
ἀνώγαιον
View word page
ἀνυτικός
to be accomplished, practicable

ShortDef

to be accomplished, practicable

Debugging

Headword:
ἀνυτικός
Headword (normalized):
ἀνυτικός
Headword (normalized/stripped):
ανυτικος
IDX:
9571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9572
Key:

Data

{'content': 'to be accomplished, practicable'}