Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλαζοκοπία
χαλαζόομαι
χαλαζοφύλαξ
χαλαζώδης
χαλάζωσις
χαλαίπους
χαλαίρυπος
χαλαρός
χαλαρότης
χαλαρόω
χάλασις
χάλασμα
χαλασμάτιον
χαλαστέον
χαλαστήρια
χαλαστικός
χαλαστόν
χαλαστός
Χαλάστρα
Χαλαστραῖος
χαλατονέω
View word page
χάλασις
a slackening, loosening

ShortDef

a slackening, loosening

Debugging

Headword:
χάλασις
Headword (normalized):
χάλασις
Headword (normalized/stripped):
χαλασις
IDX:
95718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95719
Key:

Data

{'content': 'a slackening, loosening'}