Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χαλαζεπής
χαλαζήεις
χαλαζιάω
χαλάζιον
χαλάζιος
χαλαζοβολέω
χαλαζοβόλος
χαλαζοκοπέω
χαλαζοκοπία
χαλαζόομαι
χαλαζοφύλαξ
χαλαζώδης
χαλάζωσις
χαλαίπους
χαλαίρυπος
χαλαρός
χαλαρότης
χαλαρόω
χάλασις
χάλασμα
χαλασμάτιον
View word page
χαλαζοφύλαξ
hail-guard, one who averts hail
ShortDef
hail-guard, one who averts hail
Debugging
Headword:
χαλαζοφύλαξ
Headword (normalized):
χαλαζοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
χαλαζοφυλαξ
IDX:
95710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95711
Key:
Data
{'content': 'hail-guard, one who averts hail'}