Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χαλαζάω
χαλαζεπής
χαλαζήεις
χαλαζιάω
χαλάζιον
χαλάζιος
χαλαζοβολέω
χαλαζοβόλος
χαλαζοκοπέω
χαλαζοκοπία
χαλαζόομαι
χαλαζοφύλαξ
χαλαζώδης
χαλάζωσις
χαλαίπους
χαλαίρυπος
χαλαρός
χαλαρότης
χαλαρόω
χάλασις
χάλασμα
View word page
χαλαζόομαι
to be hailed upon

ShortDef

to be hailed upon

Debugging

Headword:
χαλαζόομαι
Headword (normalized):
χαλαζόομαι
Headword (normalized/stripped):
χαλαζοομαι
IDX:
95709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95710
Key:

Data

{'content': 'to be hailed upon'}